- σεληνίς
- -ίδος, ή, Α1. διακριτικό κόσμημα από ελεφαντοστό σε σχήμα ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί πάνω στα πέδιλά τους2. φυλαχτό σε σχήμα ημισελήνου3. είδος γλυκίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.